αχειροποίητος

αχειροποίητος
-η, -ο (AM ἀχειροποίητος, -ον)
(συνήθως για εικόνες) εκείνος τον οποίο δεν κατασκεύασε χέρι ανθρώπου
αρχ.
φρ. «ἀχειροποίητος περιτομή» — πνευματική περιτομή (Απ. Παύλος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀχειροποίητος — not made by hands masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχειροποίητος — η, ο αυτός που δεν έγινε από ανθρώπινο χέρι: Μερικές εικόνες θεωρούνται αχειροποίητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχειροποιήτως — ἀχειροποίητος not made by hands adverbial ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροποίητον — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc sg ἀχειροποίητος not made by hands neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροποιήτοις — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροποιήτου — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροποιήτους — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροποιήτων — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροποιήτῳ — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροποίητα — ἀχειροποίητος not made by hands neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”